- γδούπος
- ο глухой удар, стук; грохот, шум от падения;
πέφτω με γδούπο — грохнуться;
γδούπος βημάτων — топот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέφτω με γδούπο — грохнуться;
γδούπος βημάτων — топот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γδούπος — ο (AM γδοῡπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δούπος*. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε γδουπος έναντι εκείνων… … Dictionary of Greek
δούπος — ο (AM δούπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος, γδούπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δούπος φέρει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *deup και το παράγωγο ρήμα δουπώ είναι επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρομώ βρόμος). Συνδέεται πιθ. με βαλτοσλαβικές λέξεις, πρβλ. λεττ … Dictionary of Greek
μελίγδουπος — μελίγδουπος, ον (Α) αυτός που παράγει γλυκό ήχο, που ηχεί ευχάριστα, γλυκός, γλυκύφωνος («καὶ μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῑς», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γδοῦπος (πρβλ. μεγαλό γδουπος)] … Dictionary of Greek
περίδουπος — ον, Μ αυτός τού οποίου ο γδούπος, ο υπόκωφος ήχος, απλώνεται ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δοῦπος «γδούπος, θόρυβος»] … Dictionary of Greek
περιδουπώ — έω, Α αντηχώ υπόκωφα, ο γδούπος μου απλώνεται ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δουπῶ (< δοῦπος, «γδούπος, θόρυβος»)] … Dictionary of Greek
грохот — укр. грохiт, цслав. грохотъ γδοῦπος, сербохорв. гро̏хот, чеш. hrochot, польск. grochot. Возм., родственно лит. grekšėti, grikšėti скрипеть , grùkš, grùkšt – межд., передающее скрежет (Траутман, GGA, 1911, 255 и сл.), д. в. н. krahhôn трещать … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
жук — род. п. жука, укр. (д)жук, болг. жук, польск. żuk, в. луж. žuk, полаб. zeuk навозный жук , чеш. žukati жужжать . Образовано от звукоподражательной основы, представленной в жужжать и, возм., гук (см. Бернекер, IF 10, 156). Бернекер ошибочно… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αντίδουπος — ἀντίδουπος, ον (Α) αυτός που αντηχεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + δούπος «βαρύς υπόκωφος κρότος, γδούπος»] … Dictionary of Greek
βροντισμός — ο [βροντίζω] 1. βουητό 2. γδούπος … Dictionary of Greek
γδουπώ — (AM γδουπῶ, έω) ηχώ βαριά ή υπόκωφα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δουπώ (< δούπος) με αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ , που οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (βλ. και λ. γδούπος)] … Dictionary of Greek
ερίγδουπος — ἐρίγδουπος, ον (Α) (κυρίως για έμψυχα) αυτός που βροντά, αυτός που ηχεί, ο βροντώδης («ἐρίγδουποι πόδες ἵππων», Ομ. Ιλ.) βλ. και ερίδουπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + γδούπος] … Dictionary of Greek